σκελετῶν

σκελετῶν
σκελετός
dried up
fem gen pl
σκελετός
dried up
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του- — (Cro Magnon). Πληθυσμός του Homo sapiens (έμφρονος ανθρώπου), ο οποίος χρονολογείται κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο (πριν από 35.000 10.000 χρόνια). Ίχνη του βρέθηκαν σε ένα βραχώδες σημείο της τοποθεσίας Κρο Μανιόν της Δορδόνης (Ντορντόν) …   Dictionary of Greek

  • Μανιάσκο, Αλεσάντρο — (Alessandro Magnasco, Γένοβα 1667 – 1749). Ιταλός ζωγράφος. Επονομαζόταν επίσης και Ιλ Λισαντρίνο. Ήταν γιος του Στέφανο Μ., επίσης ζωγράφου. Στην εφηβεία του, ταξίδεψε στο Μιλάνο, όπου μαθήτευσε κοντά στο εργαστήριο του Φιλίπο Αμπιάτι,… …   Dictionary of Greek

  • Clearchus of Soli — This article is about the writer Clearchus. For others with this name, see Clearchus (disambiguation). Clearchus of Soli (Greek: Kλέαρχoς, Klearkhos) was a Greek philosopher of the 4th 3rd century BCE, belonging to Aristotle s Peripatetic school …   Wikipedia

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • μακάβριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεκρούς ή στον θάνατο 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, τρομακτικός. επίρρ... μακάβρια με μακάβριο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. macabre, πιθ. από το όν. ενός ζωγράφου Macabre, που ζωγράφισε χορό… …   Dictionary of Greek

  • οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… …   Dictionary of Greek

  • πυρόχωμα — το, Ν ειδικό χώμα το οποίο χρησιμοποιείται στην οδοντοτεχνική, στη χρυσοχοΐα και, γενικά, στη βιομηχανία για την κατασκευή χυτών μεταλλικών σκελετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + χώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ύφαλος — η, ο / ὕφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλος ωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”